προσκυνᾷ

προσκυνᾷ
πρόσ-κυνάω
play the Cynic
pres subj mp 2nd sg
πρόσ-κυνάω
play the Cynic
pres ind mp 2nd sg (epic)
πρόσ-κυνάω
play the Cynic
pres subj act 3rd sg
πρόσ-κυνάω
play the Cynic
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκυνᾶ — πρόσ κυνάω play the Cynic pres subj act 1st sg (doric aeolic) πρόσ κυνάω play the Cynic pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνᾶς — προσκυνᾶ̱ς , πρόσ κυνάω play the Cynic pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Deropolitissa — (Greek: Δεροπολίτισσα, Girl of Dropull) is a Greek polyphonic folk song, popular in the region of Dropull, southern Albania. It is also sung by the rest of the Greeks in Albania, as well as in parts of Greece. Contents 1 Background and popularity …   Wikipedia

  • απροσκύνητος — η, ο (Μ ἀπροσκύνητος, ον) 1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει 2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται …   Dictionary of Greek

  • θεοτούμπης — ο αυτός που προσκυνά υποκριτικά τον θεό με γονυκλισίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τούμπα] …   Dictionary of Greek

  • κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπροσκύνητος — κοσμοπροσκύνητος, ον (Α) αυτός που τόν προσκυνά όλος ο κόσμος …   Dictionary of Greek

  • πολυπροσκύνητος — ον, Μ (για τον Τίμιο Σταυρό) 1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος 2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προσκύνητος (< προσκυνῶ)] …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”